άπουρος — ἄπουρος, ον (Α) [ούρος= όρος] αυτός που βρίσκεται μακριά από τα όρια, τα σύνορα της πατρίδας του … Dictionary of Greek
ἄπουρον — ἄπουρος far from the boundaries masc/fem acc sg ἄπουρος far from the boundaries neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)